-
1 ὄμνυμι
Aὄμνῠθι Il.23.585
, , E.Med. 746, cf. Orac. ap. Hdt.6.86. γ ; [ per.] 3sg.ὀμνύτω IG12.134.5
; [ per.] 3pl. ὀμνύντων. Foed. ap. Th.5.47, IG12.87.24: [tense] impf. , Ec. 823, D.17.10, etc.: also (from [tense] pres. [full] ὀμνύω) [ per.] 3sg. imper.ὀμνῠέτω Il. 19.175
; part.ὀμνύουσα Hyp.Ath.2
: [tense] impf.ὤμνῠον Il.14.278
, Foed. ap.Th.5.19,24, IG22.236.14, etc. (for [tense] pres. ind. the Trag. and Ar. use only ὄμνυμι, Hdt. and [dialect] Att. Prose writers also ὀμνύω, which also occurs in Com., Pherecr.143.9, Amphis 42, Diph.101, Antiph.241.1, Alex.160 ; in Hdt.1.153 ὀμνύντες is restored for the dub. form ὀμοῦντες): [tense] fut. ὀμοῦμαι, εῖ, εῖται, Il.1.233,9.274, Hes.Op. 194, Ar.Nu. 246, Lys. 193, X.HG1.3.11, etc. ; [dialect] Dor. [ per.] 1pl. ; later [tense] fut.ὀμόσω AP12.201
(Strat.), Plu.Cic.23, etc.: [tense] aor.ὤμοσα Od. 4.253
, etc. ; [dialect] Ep.ὤμοσσα Il.20.313
; [dialect] Ep. also without augm. ὄμοσα, -οσσα, 19.113,10.328 : [tense] pf. , Ar.Ra. 1471, etc.: [tense] plpf.ὠμωμόκειν X.HG5.1.35
, D.9.16, 19.318 :—[voice] Med., Paus.10.26.3, [tense] aor. part.ὀμοσάμενος SIG531.28
(Dyme, iii B. C.), IG5(2).357.11 ([place name] Stymphalus), also in compds. ἀντ-, ἀπ-, δι-, ὑπ- :—[voice] Pass., [tense] fut.ὀμοσθήσομαι And.3.34
: [tense] aor.ὠμόσθην X.HG7.4.10
, ([etym.] ὑπ-) Hyp.Fr. 202 ; butὠμόθην Is.2.40
, ([etym.] ὑπ-) D.48.25 : [tense] pf. [ per.] 3sg. , , Arist.Rh. 1377a11 ; [ per.] 3pl. ὀμώμονται Lexap.And. 1.98 ; part.ὀμωμοσμένος D.7.10
, 22.4, Arist.Rh. 1377b7 ( ὠμοσμένος v. l. in App.Pun.83, etc.):—swear, c. acc. cogn.,ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον Il.19.175
, al. ;ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ 3.279
;ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Hes.Op. 282
: c. dat. pers.,νῦν μοι ὄμοσσον.. ὅρκον Il.19.108
, al. ;πρός τινα Od.14.331
, 19.288 :—[voice] Pass., ;ὅρκων ὀμωμος μένων D.7.10
;εἰ ὀμώμοσται οὗτος [ὁ ὅρκος] Arist. Rh. 1377a11
, cf. b7.1 folld. by acc.,ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι Il.19.187
, cf. S.OC 1145, X.Ages.1.11 ; ὄ. τὰς σπονδάς Foed. ap. Th.5.47 ;τὴν εἰρήνην D.18.32
, cf. 9.16 ;θεῶν πίστεις τινί Th.5.30
, etc.2 folld. by [tense] fut. inf., swear that one will.., Il.21.373, etc., cf. S.Ph. 623, 941 ([tense] pres. inf., D.21.188 codd.): freq. with ἦ μέν, [dialect] Att. ἦ μήν, preceding the inf.,καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι.. ἀρήξειν Il.1.76
, cf. 10.321, Lys.31.1, X.HG 5.3.26, etc.: also by [tense] aor. inf. and ἄν, Id.An.7.7.40 : by [tense] pres. inf., swear that one does.., S.Ph. 357 : by [tense] pf. inf., swear that one has.., D.21.119 ;ὤμνυς μὴ γεγονέναι Magn.6
: by [tense] aor. inf., swear that one did..,ὀμνύουσι μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν Pherecr.143.9
, cf. Hdt.2.179 ([tense] aor. inf. is perh. used, without ἄν, in [tense] fut. sense, D.23.170 (s. v. l.)): sts. a clause follows in the ind.,ὀμνύω.., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην X.An. 6.1.31
;ὄμνυμί σοι.., οὐκ ἤθελον.. Theoc.Adon.22
.3 abs., εἶπον ὀμόσας ἄν I would have given my word of honour, Pl.Smp. 215d.III with acc. of the person or thing sworn by, swear by,νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271
;γαιήοχον ἐννοσίγαιον ὄμνυθι 23.585
, cf. 15.40, Hdt.5.7, A.Th. 529, S.Tr. 1185, etc. ;ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς D.18.217
; ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς folld. by inf., X.An.6.6.17, cf. 6.1.31 : rarely c. dat., τῷ γὰρ ὄμνυτ'; ἢ σιδαρέοισι; Ar.Nu. 248 : in Prose also with Preps., ὀ. καθ' ἱερῶν τελείων Lex ap.And.1.97, Th.5.47 ;κατ' ἐξωλείας D.21.119
;κατὰ τῆς Πολιάδος Luc.Symp.32
;εἰς τὸν Οὐιτέλλιον Plu.Oth.18
;ἐπὶ τῶν ἱερῶν Plb.38.20.5
; ;ἐν τῷ ναῷ Ev.Matt.23.16
:—[voice] Pass., ὀμώμοσται Ζεύς Zeus has been sworn by, adjured, E.Rh. 816, cf. Ar.Nu. 1241.
См. также в других словарях:
POLIAS — Minerva dicta est, quasi urbana, quod ea delectaretur urbibus, ab differentiam eius, quae extra muros aedes sacras habebat. Lucianus, in Lapithis: Ω᾿μοκα κατὰ τῆς Πολιάδος μὴ εἱλη φέναι, i. e. Iuravi per Poliaden, me non copisse … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Καλλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς. Συνδεόταν αναπόσπαστα με τη γιορτή των Πλυντηρίων. Κατά τον λεξικογράφο Φώτιο, τελούσαν τη γιορτή στις 19 του μήνα Θαργηλιώνα (Μαΐου). Τα Κ. ήταν η προπαρασκευαστική γιορτή του… … Dictionary of Greek
καλλυντήριος — α, ο (Α καλλυντήριος, ον) [καλλύνω] ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια εορτή που γινόταν στην Αθήνα από… … Dictionary of Greek
Δρήρος — Αρχαία πόλη της Κρήτης που ήταν χτισμένη στο ύψωμα του Αγίου Αντωνίου, ΒΑ της Νεάπολης, κοντά στον δρόμο που οδηγεί προς τους οικισμούς Φουρνή και Ελούντα. Η ιστορία της Δ. είναι σχεδόν άγνωστη, γιατί υπάρχουν ελάχιστες αναφορές γι’ αυτήν από… … Dictionary of Greek